To ‘1821’ στην Αυστραλία: Μνήμη ή Αμνησία;
Αποικιοκρατία, μετανάστευση, και αναζήτηση «πατρίδας»
Δρ. Τούλα Νικολακοπούλου, Δρ. Γιώργος Βασιλακόπουλος
Πρόγραμμα Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Λατρόμπ.
Α: Σύμβολα και η ευθύνη της ιστορικής αλήθειας
Πρόσφατα στο Πίκτον, NSW, με την παρουσία αντιπροσώπων της Αυστραλιανής κυβέρνησης, του Ελληνικού κράτους, και της Κοινότητας του Σίδνεϊ, η Αρχιεπισκοπή τίμησε τον πρωτοπόρο Έλληνα άποικο στην Αυστραλία, τον Αντώνη Μανώλη (1829). Η συγκεκριμένη εκδήλωση ήταν και η αφετηρία των εορτασμών της Ελληνικής εκκλησίας για την επέτειο των δύο αιώνων από την απαρχή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Σύμφωνα με τον τύπο και τις ανακοινώσεις:
‘Η εκδήλωση ... περιλάμβανε τέσσερεις δράσεις: Τρισάγιο στον τάφο του πρωτοπόρου Έλληνα της Αυστραλίας, τα αποκαλυπτήρια σήμανσης οδού επ’ ονόματι του, κατάθεση στεφάνων στο Πολεμικό Μνημείο του Picton προς διατράνωση των κοινών ιδεωδών που καθ’ όλη την ιστορία τους ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν Έλληνες και Αυστραλούς, καθώς και δεξίωση με ενημερωτική ιστορική ομιλία για τις πληροφορίες που μας παρέχουν τα αυστραλιανά αρχεία σχετικά με το πρόσωπο και τη δράση του Αντώνη (του) Μανώλη.’
Ποιά ακριβώς ήταν η σημασία της όλης εκδήλωσης; Mε δηλώσεις του ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος τόνισε ότι ο Αντώνης Μανώλης ‘proclaimed a good name for Hellenes in Australia…This is why we remember him. This is why he makes 1821 so relevant to Australia…This street is nothing than a sign that Greek Australians have inscribed themselves in this land and have become part of it…This street is a proof that there is a Greek Australian dreaming going on, a dreaming that we will advance and bear more and more fruits for all Australians.’
Σύμφωνα με τον υπουργό: ‘It is absolutely fantastic to celebrate the history of the Greek Community in Australia. It is an extraordinary history and has made a huge contribution to Australia.’
Η τιμητική αυτή χειρονομία στο πλαίσιο της επετείου της Επανάστασης ήταν όντως ένα ιδιαίτερο γεγονός με ιστορικά βαρύτατο συμβολισμό που συνήθως συνοδεύει εκδηλώσεις οι οποίες κάνουν αναφορές σε σημαντικές ιστορικές αφετηρίες. Όχι όμως για τους λόγους που μας εξέθεσαν οι οργανωτές της.
Από την σκοπιά της σύγχρονης Αυστραλιανής ιστορίας η εκδήλωση της Αρχιεπισκοπής, στο όνομα μιας πολυδιάστατης μνήμης, ανάχθηκε σε γεγονός απόσβεσής της. Η νήμη αυτή συνδυάζει το νόημα του 1821 με την έννοια της παράλληλης δημιουργίας δύο «πατρίδων», αυτών της λευκής Αυστραλίας και της σύγχρονης Ελλάδας, καθώς και με την ιστορική σημασία μεταναστευτικών ομάδων όπως η δική μας. Οι εορτασμοί της Ελληνικής εκκλησίας για να τιμήσει ένα κατεξοχήν απελευθερωτικό γεγονός ενάντια στον καταχτητή (τους Οθωμανούς) άρχισαν με μία συμβολική (αλλά και ουσιαστική) επιβεβαίωση της συνεχιζόμενης ιδεολογικής υποταγής νεομεταναστών προς τον εδώ καταχτητή (τον Αγγλοσάξονα).
Θα περιμέναμε να άρχιζαν οι εορτασμοί της Εκκλησίας για το 1821 ως χειρονομία συμπαράστασης στους Ιθαγενείς από υπεύθυνους και ισότιμους Αυστραλούς πολίτες ελληνικής καταγωγής με βαθιά επίγνωση του συμπλέγματος των ιστοριών μας. Να ξεκινούσαν δηλαδή οι εορτασμοί με την άνευ όρων αναγνώριση της γης που βρίσκεται ενταφιασμένος ο Αντώνης Μανώλης ως αποκλειστικά δική τους γη, ως καταχτημένη πατρίδα. Άλλωστε το Πίκτον ανήκει σε μια περιοχή της Αυστραλίας στην οποία, την ίδια περίοδο της μεταγωγής του επαναστάτη Αντώνη Μανώλη από τους Βρετανούς, σημειώθηκαν γενοκτονίες πάλι από τους Βρετανούς, οι οποίες θεμελίωσαν το έγκλημα της κατάκτησης και ανεξίτηλα σημάδεψαν την φυσιογνωμία αυτής της χώρας. Σημειώθηκαν όμως και θαυμαστές πράξεις αντίστασης των Ιθαγενών που ασυμβίβαστα συνεχίζονται για δυο αιώνες τώρα. Αντί μιας τέτοιας συμπαράστασης οι εορτασμοί της Εκκλησίας, ξεκίνησαν με την μεταβολή του μνήματος του επαναστάτη συμπατριώτη μας, σε οργανικό σύμβολο της λευκής αμνησίας, η οποία τυραννά και βαραίνει την ιστορική συνείδηση αυτής της χώρας. Είναι όντως συγκλονιστικό, και ιστορική τραγωδία, το ότι η Αρχιεπισκοπή και οι Κοινότητες που φιλοδοξούν να αντιπροσωπεύουν τα μέλη ενός λαού με βαθιά ιστορική μνήμη πατριωτικών αγώνων, ενάντια σε κάθε είδους καταχτητή, (με τραύματα γενοκτονιών στο συλλογικό μας σώμα), να αρνούνται να συναντήσουν τον Ιθαγενή πατριώτη. Να αρνούνται επίμονα να τον συναντήσουν συνειδητοποιώντας με θάρρος, ειλικρίνεια, και ευθύνη, τη θέση μας σε αυτή την κοινωνία και την σιωπηρή συμμετοχή μας στη διαιώνιση του εγκλήματος της συνεχιζόμενης κατάχτησης της γης του.
Εδώ εισερχόμαστε στα παράδοξα της ιστορικής θέσης μας ως Αυστραλοί ελληνικής καταγωγής. Ακριβώς την ίδια περίοδο που οι ‘κοσμοκράτορες’ Αγγλοσάξονες μας ‘έδιναν’ πατρίδα, για να την επιτηρούν τελικά οι ίδιοι και οι ντόπιοι αντιπρόσωποί τους (δεκαετία του 1820), άρπαζαν από τους Ιθαγενείς τις δικές τους πατρίδες. (Η αρπαγή αυτή, με τις γενοκτονίες που τη συνόδεψαν, ήταν βέβαια ένα κομμάτι της εν εξελίξει θηριωδίας της Ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, η οποία ξεκινά το 1500.) Στην εν λόγω εκδήλωση για το 1821, η Αρχιεπισκοπή συμπεριφέρθηκε ως ο ‘επιτηρητής’ του ευγνώμονα Έλληνα στον οποίο έδωσαν ‘πατρίδα’ για δώρο οι Αγγλοσάξονες για δεύτερη φορά με το να τον δεχτούν στην χώρα τους. (‘Η ίσως για τρίτη αν κάποιος λάβει υπόψη του την τελική έκβαση του Ελληνικού εμφυλίου τη δεκαετία του 40.)
Στα λίγα του λόγια, με λακωνική ακρίβεια, ο Αρχιεπίσκοπος εκφώνησε ίσως την πλέον επιγραμματική ιστορική απολογία για την σύγχρονη Αυστραλία που θα μπορούσε να παρουσιάσει κάποιος ως αντιπρόσωπος μεταναστών. Και τα εκφώνησε τα λόγια αυτά από την οπτική του ‘ημίλευκου΄μετανάστη (έτσι μας χαρακτήριζε προπολεμικά στα επίσημα έγγραφά της η Αυστραλιανή κυβέρνηση) ο οποίος μιλά τη γλώσσα της αμνησίας και των επιτυχιών. Μιλά δηλαδή τη γλώσσα την οποία διαμόρφωσε και θέλει να ακούει ο λευκός Αγγλοσάξονας αποικιοκράτης παραμορφώνοντας τις έννοιες των θεμελιακών εννοιών ιστορικής αυτογνωσίας. Κάποιος θα μπορούσε να γράψει ολόκληρη μελέτη αναλύοντας τους όρους που χρησιμοποιεί στις δηλώσεις του ο Αρχιεπίσκοπος, με το βίαιο ιστορικό φορτίο που κουβαλούν, δηλώσεις όπως: ‘Greek Australians have inscribed themselves in this land’, και ‘there is a Greek Australian dreaming going on’. Είναι γνωστό πόσο βαρυσήμαντοι είναι οι όροι ‘land’ and ‘dreaming’ για την αυτοαντίληψη των Ιθαγενών και τη διαμόρφωση της αντίστασή τους, και πόση αμηχανία νοιώθουν οι λευκοί καταχτητές από το οντολογικό και υπαρξιακό τους βάρος.
Είναι όμως η πατρίδα του Ιθαγενή ‘δώρο’ των ‘φιλόξενων’ Αγγλοσαξόνων προς τους ξένους ‘ημίλευκους’ μετανάστες; Ως νεοαυστραλοί ελληνικής καταγωγής ποιά πατρίδα λοιπόν θα γιορτάσουμε γιορτάζοντας το 1821, σε ποιά πατρίδα, και με ποιούς ‘συμπατριώτες’;
Β: ‘Τίνος πατρίδα είναι;’
Η σύγχρονη Αυστραλία είναι όντως ο τόπος του τραγικού ερωτήματος: «Τίνος πατρίδα είναι;» (Χ. Φίφης), που η περήφανη στάση των Ιθαγενών μας επιβάλει να απαντήσουμε. Το ερώτημα αυτό ξεπερνά τα πανηγύρια της Αρχιεπισκοπής και τις κολακείες των πολιτικών για να μας τοποθετήσει στον πυρήνα του γεγονότος που διαμορφώνει τούτη τη χώρα από τη στιγμή της άφιξης των Ευρωπαίων: την βίαιη αρπαγή της γης κάποιων άλλων, οι οποίοι, όπως αναφέραμε, αντιστέκονται ασταμάτητα για δύο αιώνες τώρα. Με την αντίσταση αυτή εισερχόμαστε στην ουσία και στα ‘άδυτα’ της ιστορικής και υπαρξιακής πρόκλησης προς τον λευκό αποικιοκράτη. Ποιό συγκεκριμένα, η αντίσταση των Ιθαγενών καθιστά αδύνατο για τον Αγγλοαυστραλό καταχτητή (και κατ΄επέκταση και για νεομετανάστες), ν’ αποκαλέσει με έγκυρο και κατηγορηματικά άμεσο τρόπο την Αυστραλία πατρίδα του. Το επιδιώκει όμως έμμεσα, μέσω νεομεταναστών όπως εμείς, οι οποίοι με την παρουσία μας εδώ, με την ανοχή μας, και με τα πανηγύρια μας τον διασκεδάζουμε και τον νομιμοποιούμε ως ‘πραγματικό’ ιδιοκτήτη αυτού του τόπου. Γι’ αυτό άλλωστε οι Αγγλοαυστραλοί μας αντιμετωπίζουν ως αιώνια ξένους. Πέρα από τα οικονομικά οφέλη μιας ασίγαστης ταξικής εκμετάλλευσης, μας χρειάζονται ως υπάκουους και μόνιμα «ξένους», που δεν διαμαρτύρονται, δεν διεκδικούν, και προπάντων δεν αμφισβητούν την κοινωνική τους θέση ως ‘φερτοί’ στην ‘φιλόξενη’ πατρίδα τους. ΄Ετσι τους προσφέρουμε το ‘άλλοθι’ ότι πράγματι αυτοί είναι οι γνήσια ‘αιώνια ντόπιοι’. Άλλοθι, μέσω του οποίου καθησυχάζουν την οντολογική ανασφάλεια που συνεχώς νοιώθουν λόγω της ασυμβίβαστης και μαχητικής παρουσίας των Ιθαγενών. Οι παροικίες μεταναστών όπως οι δικές μας, μέσω θεσμών όπως η Αρχιεπισκοπή, γίνονται τα ιδεολογικά ‘δεκανίκια’ του κυρίαρχου Αγγλοσάξονα. Αυτός είναι ο ιστορικός ρόλος που τους έχει ανατεθεί από τη δημιουργία τους μέχρι σήμερα, και που, εκτός από την ελληνοαυστραλιανή Αριστερά, οι ίδιοι υιοθέτησαν. Αυτός κατέλιξε τελικά να είναι ο απώτερος κυβερνητικός στόχος και το αποτέλεσμα της πολιτικής του πολυπολιτισμού – η ενσωμάτωσή μας στον ιστορικό ορίζοντα του λευκού καταχτητή η οποία περιστρέφεται γύρω από την ιδεολογία του ‘άβουλου’ και παράλληλα ‘βολεμένου’ ξένου ο οποίος σε κάθε ευκαιρία δείχνει την ευγνωμοσύνη του στον Αγγλοσάξονα οικοδεσπότη.
Εντός αυτού του ιστορικού ορίζοντα, οι εορτασμοί για το 1821 δημιουργούν για τους ελληνοαυστραλούς έναν αγεφύρωτο διχασμό. Θέλουμε να γιορτάσουμε την Ελλάδα στην Αυστραλία ως την πατρίδα που ‘αναστήσαμε’ μέσω της αντίστασής μας προς τον Οθωμανό καταχτητή. Παράλληλα δεν μπορούμε να γιορτάσουμε την Αυστραλία ως (νέα) ‘πατρίδα’ λόγω της αντίστασης των Ιθαγενών. Μέχρι τώρα τον διχασμό αυτόν τον ‘ξορκίζουμε’ με το να περνάμε στην άλλη μεριά του δρόμου, όπως ο ‘ιερεύς’ και ο ‘Λευίτης’, στην οποία μας καλωσορίζει ο ‘φιλόξενος’ Αγγλοαυστραλός ως χρήσιμα μέλη της πατρίδας του .
Μέσω λοιπόν της άρνησης της ιστορικής αλήθειας και των ανάλογων ευθυνών, ο Αγγλοσάξονας ‘ντόπιος’ καταχτητής και ο ‘ξένος’ νεό-άποικος μετανάστης τελικά συναντιούνται στον ορίζοντα του ερωτήματος της ‘πατρίδας΄ και αντιπαραθέτονται στον Ιθαγενή τον οποίον και εκτοπίζουν ως το μόνο αυθεντικό και νόμιμο πατριώτη. Αυτό ακριβώς πέτυχε η Αρχιεπισκοπή με την εν λόγω εκδήλωση, η οποία και συμβολικά πλέον έκφρασε την οντοπαθολογική ιστορική ωρίμανση αυτού του θεσμού. Σήμερα οι αντιπρόσωποί του αισθάνονται τόσο σίγουροι ως κυρίαρχοι των παροικιών που απονέμουν στους εαυτούς τους το δικαίωμα να ξαναγράψουν την ιστορία μας ως μετανάστες, και να την παρουσιάσουν ως οργανικό κομμάτι της λευκής ιστορίας στον κυβερνητικό αντιπρόσωπο για να τον διαβεβαιώσουν ότι είναι πλέον γεγονός ότι ‘Greek Australians have inscribed themselves in this land’, και ότι ‘there is a Greek Australian dreaming going on’.
Βέβαια τα λόγια του Αρχιεπισκόπου και οι δηλώσεις του υπουργού που χαρακτήρισε την ιστορία μας ως ‘an extraordinary history’ η οποία ‘has made a huge contribution to Australia’ έξέφρασαν κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπο. Αν ανατρέξει κάποιος στα ιστορικά αρχεία από τότε που δημιουργήθηκαν οι πρώτες ελληνικές κοινότητες στην Μελβούρνη και στο Σίδνεϊ (1897,1898) και από τότε που η Αυστραλία έγινε ομοσπονδία (1901) το πνεύμα αυτών των δηλώσεων πάντα συνοδεύει κάθε δημόσια συνάντηση αντιπροσώπων νεομεταναστών, οι οποίοι κατά κανόνα παρουσιάζονται ως υπάκουοι και χρήσιμοι ‘ξένοι’, και Αγγλοσαξόνων κυβερνητικών φορέων οι οποίοι συμπεριφέρονται ως γενναιόδωροι οικοδεσπότες, φορείς ενός ανώτερου πολιτισμού. Το ιδιαίτερο εδώ σχετίζεται με το ότι οι εν λόγω δηλώσεις συνδυάστηκαν με μία εκδήλωση η οποία κάνει αναφορά σε τρεις ιστορικές αφετηρίες. Την αρχή της Ελληνικής επανάστασης για την δημιουργία της σύγχρονης Ελλάδας, την αφετηρία της μετανάστευσης των Ελλήνων στην Αυστραλία και την ιστορία τους, αλλά και τα πρώτα στάδια της ανάπτυξης και εδραίωσης των Ευρωπαίων σε αυτή την ήπειρο. Συνήθως ερμηνεύουμε την ιστορία με το να ερμηνεύουμε τις απαρχές της. Γι΄αυτό η γιορτή αυτή είναι τόσο σημαδιακή και εκφράζει με σαφήνεια αποικιακές νοοτροπίες ανωτερότητας, υποτέλειας, και συγκάλυψης της αλήθειας.
Γ: Ο ηγεμονισμός της Εκκλησίας και η υποχώρηση των Κοινοτήτων
Υπάρχει όμως και ένας επιπλέον λόγος ο οποίος εύγλωττα έκφρασε τη νέα πολιτική πραγματικότητα μέσα στις παροικίες. Μέσω της συμμετοχής της Κοινότητας του Σίδνεϊ, η τιμητική εκδήλωση επιβεβαίωσε τη νέα στρατηγική παροικιακής ηγεμονίας της Αρχιεπισκοπής, η οποία τώρα πλέον βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, με την σιωπηρή συγκατάθεση των ιστορικών Κοινοτήτων του Σίδνεϊ και της Μελβούρνης. Η Αρχιεπισκοπή διεκδικεί την ιστορία μας διεκδικώντας την συμβολική της αφετηρία με τον ερχομό του Αντώνη Μανώλη, και την προβάλλει ως τόπος ‘ειρηνικής’ πλέον συνύπαρξης των δύο κέντρων αντιπροσώπευσης των Ελληνοαυστραλών ως αιώνια ξένων, αυτών της Κοινότητας και της Εκκλησίας. Εδώ παρατηρούμε την αναθεώρηση της ιστορίας των παροικιών μέσα από την οπτική του ιστορικού συμβιβασμού των δύο αυτών κέντρων που αναγάγει την Αρχιεπισκοπή ως τον παναυστραλιανό αντιπρόσωπό μας και τις ιστορικές Κοινότητες του Σίδνεϊ και της Μελβούρνης ως τοπάρχες, οργανωτές εξωτικών φεστιβάλ για τους Αγγλοσάξονες, χωρίς πλέον μνήμη, όραμα, και αυθεντικό αίσθημα πολιτικής αυτονομίας. Είναι όντως ενδεικτικό της ιστορικής ολοκλήρωσης αυτού του συμβιβασμού το ότι, όχι οι Κοινότητες, αλλά η Αρχιεπισκοπή, οργάνωσε παναυστραλιανή επιτροπή εορτασμού του 1821 στην οποία συμμετέχουν Κοινότητες όπως της Μελβούρνης.
Από τη σκοπιά αυτή του ιστορικού ‘συμβιβασμού’ θα θέλαμε να επισημάνουμε ένα εσωπαροικιακό μύθο ο οποίος καλλιεργείται για πολλά χρόνια τώρα και που ξανάγινε επίκαιρος με την άφιξη του νέου Αρχιεπισκόπου. Αυτός είναι ο μύθος σύμφωνα με τον οποίον η σύγκρουση μεταξύ Κοινοτήτων και Εκκλησίας
ήταν η μεγαλύτερη τραγωδία των Ελλήνων της Αυστραλίας γιατί δημιούργησε ένα βαθύ σχίσμα στις παροικίες μεταξύ των ‘κοινοτικών’ και των ‘αρχιεπισκοπικών’, ενώ αντίθετα ως Έλληνες, ιδιαίτερα ως Έλληνες στην ξενιτιά, θα πρέπει να είμαστε ενωμένοι. Όπως τονίζει ο νέος Αρχιεπίσκοπος δεν του αρέσει να βλέπει τους Έλληνες μαλωμένους. Η αλήθεια όμως είναι ότι το ‘σχίσμα’ ένωσε τους πολιτικά προβληματισμένους Ελληνοαυστραλούς μετανάστες, διαφόρων ιδεολογιών, γύρω από τις οικουμενικές ( και αμιγώς ελληνικές!) αρχές της δημοκρατίας και την υπεράσπιση τους ως αναπόσπαστος άξονας της ίδιας της Ελληνοαυστραλιανής ταυτότητας. Και τους ένωσε ενάντια στην αντιδημοκρατική ιεραρχία και αυταρχισμό του ενοριακού συστήματος που ήθελε να επιβάλει η Αρχιεπισκοπή ως το κατεξοχήν οργανωτικό σχήμα των παροικιών. Ακριβώς την ίδια εποχή (δεκαετίες του 60, 70, και 80) οι ‘διασπασμένες’ παροικίες, όχι μόνο υπερασπίστηκαν το εσω-παροικιακό δημοκρατικό ήθος τους αλλά όντως μεγαλούργησαν πολιτικά σε πολλαπλά επίπεδα. Η αξιοπρεπής αγωνιστική παρουσία του Έλληνα μετανάστη στο δημόσιο χώρο της Αυστραλίας ως χώρος τριβής και αντιπαράθεσης ιδεών ήταν εντονότατη. Ήταν ίσως η πιό δημιουργική ιστορική στιγμή κατά την διάρκεια της οποίας ο Έλληνας μετανάστης, κατατρεγμένος από τα προξενεία, το Αυστραλιανό κράτος, και την Αρχιεπισκοπή, ύψωσε το ανάστημά του ως άνθρωπος. Αντίθετα σήμερα που στο όνομα μιας ενότητας χωρίς ιστορικό βάθος και πολιτική βαρύτητα καλλιεργείται η υποταγή των παροικιών στην Εκκλησία δεν υπάρχουν πλέον δημιουργικοί προσανατολισμοί μνήμης και οραματικής αναζήτησης της πραγματικής μας θέσης ως οργανικό κομμάτι αυτής της χώρας και της ιστορία της.
Η απόκρυψη της ουσίας της σύγκρουσης και της ιστορικής σημασίας της αναδεικνύονται και από πρόσφατες δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου (Ιανουάριος, SBS) γύρω από τα αίτια που την πυροδότησαν. Είναι όντως εντυπωσιακές γιατί δείχνουν πόσο συνεχίζει να υποτιμά η Εκκλησία τις Κοινότητες, και κατ΄επέκταση τις αγωνιστικές παραδόσεις των ελληνοαυστραλών, τη στιγμή που γιορτάζει τον αγώνα του 1821. Είναι βέβαια λυπηρό το ότι η Αρχιεπισκοπή δεν θέλει να αναγνωρίσει τα κοινά διαχρονικά στοιχεία με το 1821 στο αγωνιστικό μας μεταναστευτικό ήθος, και παράλληλα τις παραδόσεις υποτέλειας προς την κάθε είδους εξουσία που ο θεσμός αυτός ‘κουβαλά’ στους ώμους του όπου κι αν ριζώνει.
‘Ευχαριστώ πάρα πολύ καταρχάς που μου δίνετε τη δυνατότητα για να πω κάτι που πρέπει να γίνει σαφές. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος δεν ήρθε εδώ για να καταργήσει τις Kοινότητες και καμία Kοινότητα. Οι Kοινότητες έχουν την ιστορία τους, το παρελθόν τους, σέβομαι τα συμβούλιά τους... Το πρόβλημα που υπάρχει όμως εδώ στην Αυστραλία ξέρετε ποιο είναι; Ότι η Κοινότητα θέλει να έχει τον ρόλο του Αρχιεπισκόπου, αυτό δε γίνεται και όλα τα προβλήματα που έχουμε είναι γι’ αυτό. Διότι ο πρόεδρος της κοινότητας νομίζει ότι μπορεί να διορίζει παπά, να χειροτονεί παπά να εκλέγει, Δεσπότη, να απολύει, να μεταθέτει παπά να τιμωρεί παπά… Αυτά ανήκουν στην εκκλησία και αν κάποιος θέλει να λέγεται Ορθόδοξη Κοινότητα θα πρέπει να είναι Ορθόδοξος. Όποιοι κάνουν αυτά τα πράγματα δεν είναι ορθόδοξοι, με συγχωρείτε και αυτό είναι πασιφανές. Δεν κατηγορώ κανέναν αλλά θα πρέπει κάποια στιγμή να μιλήσουμε και με τη γλώσσα της αλήθειας.’
Οι δηλώσεις αυτές είναι τόσο πολιτικά και ιστορικά προσβλητικές προς τις Κοινότητες που τρομάζουν με την σαφήνειά τους. Είναι εντυπωσιακό ότι όσον αφορά την ιστορία της σύγχρονης Αυστραλίας ο Αρχιεπίσκοπος παραγνωρίζει την ουσία της, η οποία είναι αυτή της κατάχτησης, και όσον αφορά την ιστορία των παροικιών εξ ίσου παραγνωρίζει την σημασία των Κοινοτικών αγώνων για την προάσπιση της εσωπαροικιακής δημοκρατίας. Κάποιος θα περίμενε ότι μια καινούργια, ειλικρινής, πορεία ιστορικής αυτογνωσίας και συμφιλίωσης θα ξεκινούσε με τον Αρχιεπίσκοπο να ζητά συγνώμη από τις Κοινότητες για τον ιστορικό κατατρεγμό. Μια τέτοια ιστορικά τίμια στάση θα όφειλε να συνοδεύεται και με την ρητή δήλωση ότι η Αρχιεπισκοπή δεν φιλοδοξεί πλέον να διεκδικεί την πολιτική και ιδεολογική αντιπροσώπευση των Ελληνοαυστραλών.
Δ: Ανοιχτές και δημοκρατικές παροικίες
Εδώ ερχόμαστε στο βαρυσήμαντο θέμα της πολιτικής ουσίας του ιεραρχικού θεσμού της Εκκλησίας, ο οποίος προς τις παροικίες εκφράζει αυταρχισμό και προς τον κυρίαρχο Αγγλοσάξονα υποτέλεια. Σε αντίθεση με τις Κοινότητες, η Αρχιεπισκοπή είναι ένας θεσμός ‘ξένος’ προς τις ελληνοαυστραλιανές παροικίες και την ιστορικό-πολιτική τους φυσιογνωμία. Οι Έλληνες της Αυστραλίας εξελίχθηκαν πολιτικά ως κομμάτι αυτής της χώρας αναπτύσσοντας από την αφετηρία τους το αυθεντικά δικό τους δημοκρατικό ήθος με την ανάλογη θεσμική πολυφωνία και αυτόνομη και ελεύθερη ιστορική αναζήτηση και διακίνηση ιδεών. Πότε άραγε νοιώσαμε την ανάγκη να παρουσιαστούμε συλλογικά και αυτόνομα ως ‘εμείς’ για να προσδιορίσουμε τη θέση μας στην κοινωνία υποδοχής; Όταν αρχίσαμε να θέτουμε ερωτήματα όπως αυτά που τονίζει ο Χ. Φίφης: ΄«Πως και πού ζούμε;», «Ποιοί είμαστε;», «Ποιά είναι η κατεύθυνσή μας;»’. H συλλογική μας παρουσία και αναζήτηση εκφράστηκε με τους δημοκρατικούς θεσμούς της Κοινότητας (1897, 1898) και του Εργατικού Συνδέσμου (Δημόκριτος 1935, Άτλας 1939) και, στο ενδιάμεσο αυτών των δύο αξονικών θεσμών, από μυριάδες άλλους οργανισμούς, συλλογικά σώματα, πολιτιστικές ομάδες, εκδοτικές προσπάθειες, κομματικές ομάδες κτλ.
Οι θεσμοί της Κοινότητας, του Εργατικού Συνδέσμου και των άλλων οργανισμών, ήταν γνήσια, αυτόχθονα, και αυτόνομα δημιουργήματα των ελληνοαυστραλών μέσω των οποίων εκφράστηκαν δύο διαφορετικές αντιλήψεις (του ξένου, και του μαχόμενου πολίτη) για την θέση μας στην Αυστραλία, αλλά και την ίδια την έννοια της ελληνοαυστραλιανής ταυτότητας, της διαμόρφωσής της, και της συνέχισής της. Παρ’ όλες όμως τις ιδεολογικές διαφορές τους τελικά, από την δεκαετία του 60 σύγκλιναν ιστορικά και συνεργάστηκαν γύρω από τους μεγάλους αγώνες για τα δικαιώματα των μεταναστών εργατών, τον πολυεθνισμό, την παιδεία, την καταπολέμηση του ρατσισμού και των διακρίσεων, την υπεράσπιση της δημοκρατίας στην Ελλάδα και στις παροικίες, το Κυπριακό, τη Χούντα. Αγώνες στου οποίους σφυρηλατήθηκε και η ελληνοαυστραλιανή μας ταυτότητα. Ο άξονας σύγκλισης ήταν βέβαια τα δημοκρατικά ιδεώδη που ενέπνεαν και τους δύο θεσμούς. Από την προοπτική ολόκληρου του 20ου αιώνα ο ανοιχτός χαρακτήρας των παροικιών, τους επέτρεψε να λειτουργούν δυναμικά και δημιουργικά ως ο ιστορικός τόπος συνάντησης διαφορετικών τάσεων και ερμηνειών της θέσης μας στην Αυστραλία, ως πολιτικά, πολιτιστικά, και πλουραλιστικά αυτοοριζόμενης ομάδας μεταναστών. Επέτρεψαν δε κι΄ ενθάρρυναν την συνάντηση και την τριβή ιδεών με όλους τους μετέχοντες στο πολυεθνικό εμβαδόν αυτής της χώρας. Εδώ παρατηρεί ο ιστορικός τριβές, ανάπτυξης του δημόσιου παροικιακού χώρου και της συλλογικής συνείδησης αυτοπαρουσίασης στην ευρύτερη κοινωνία. Οι Έλληνες λοιπόν επέλεξαν τον δημοκρατικό προσανατολισμό ως τον ορίζοντα διαμόρφωσης της συλλογικής τους αυτογνωσίας στην Αυστραλία. Δηλαδή ως αρχή αναζήτησης επέλεξαν το διάλογο και την ανοιχτή παροικία ως συστατικές διαστάσεις της έννοιας του ‘ελληνοαυστραλού’ που είναι παράλληλα, και πρέπει να παραμένει, δυναμικό ιστορικό ερώτημα για την εξελισσόμενη (και πλουραλιστική) ελληνοαυστραλιανή ταυτότητα.
Ο θεσμός της Αρχιεπισκοπής λειτούργησε ιστορικά ως ο πολιτικά αυταρχικός και ιδεολογικά μονοδιάστατος ‘εισβολέας’, σε αυτό τον αναπτυσσόμενο για ένα αιώνα, χώρο των πολιτικά (αλλά και πολιτιστικά, και θρησκευτικά) ανοιχτών παροικιών. Για δεκαετίες τώρα, οι εκάστοτε ηγέτες της Εκκλησίας έχουν ως πάγιο στόχο να εξουδετερώσουν ότι επέτρεψε στους Έλληνες μετανάστες να μετατραπούν σε ενεργά δημοκρατικά υποκείμενα προωθώντας, όπως αναφέραμε, το μοντέλο της ενοριακής ανακατάταξης των παροικιών ως ιδεολογικά στεγανά και γκέτο στο όνομα της συντήρησης μιας αθάνατης ελληνικότητας που μόνο η Αρχιεπισκοπή μπορεί να μας ‘εγγυηθεί’, όπως άλλωστε θέλει να πιστεύει ότι το κατάφερε την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας. Ο ιδεολογικός και πολιτικός εγκλωβισμός, τον οποίο σήμερα αναδιαμορφώνει η Αρχιεπισκοπή μέσα στα νέα ιστορικά δεδομένα (με ιδιαίτερη έμφαση στην καλλιέργεια ιστορικής αμνησίας ανάμεσα στις νεότερες γενιές των Ελληνοαυστραλών), δεν είναι στην ουσία διαφορετικός από το ιδεολογικό στεγανό που οι αγγλοσάξονες επέβαλαν στις παροικίες, από την ίδρυσή τους μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 40, και που ο Έλληνας μετανάστης ως μαχόμενος πολίτης με τιτάνιους αγώνες το ξεπέρασε (δεκαετίες 50 και 60). Η πολιτική εξουδετέρωση λοιπόν που επιδιώκει η Αρχιεπισκοπή δεν είναι επί μέρους, αλλά ολοκληρωτική και ριζοσπαστική γιατί έχει για αντικείμενό της την ίδια την ιστορική φυσιογνωμία των δημοκρατικών και πολυφωνικών παροικιών. Σε τελευταία ανάλυση πρόκειται για μία κολοσσιαία προσπάθεια ενός επαγγελματικού οργανισμού διαγραφής της ιστορικής μας μνήμης.
Ως ο πολιτικός ‘εισβολέας’ με το ξένο προς τις πολιτικές μας παραδόσεις ήθος, η Αρχιεπισκοπή καταλαμβάνει την μοναδική θέση του εντός-εκτός των παροικιών. Ως το ‘εντός’ παρουσιάζεται σαν ένα τμήμα τους δίπλα σε άλλα όπως οι Κοινότητες, με την αποστολή ικανοποίησης των θρησκευτικών αναγκών μιας μερίδας παροίκων. Ως το ‘εκτός’ όμως δεν ελέγχεται από τις παροικίες, αλλά τις ηγεμονεύει επιδιώκοντας την αποκλειστική πολιτική αντιπροσώπευσή τους και την ιδεολογική τους υποταγή στο όνομα της προάσπισης της συνέχισης του ‘χριστιανίζοντος’ Ελληνισμού στην ‘ξένη’ χώρα υποδοχής. Ο πραγματικά ξένος όμως σε αυτή την περίπτωση δεν είναι η Αυστραλία, που άλλωστε σε μεγάλο βαθμό εμείς έχουμε δημιουργήσει, ούτε οι παροικίες, αλλά η ίδια η Εκκλησία. Ο πολιτικός και ιδεολογικός ηγεμονισμός της εκκλησίας προς τις παροικίες συνοδεύεται, όπως αναφέραμε, και με μία παράλληλη και συμπληρωματική υποταγή απέναντι στις εκάστοτε Αυστραλιανές κυβερνήσεις με την πολιτική των οποίων πάντα ευθυγραμμίζεται. Σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρουμε ότι όταν ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός ρωτήθηκε σε κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό για την στάση της Αυστραλιανής κυβέρνησης (η οποία ήταν απάνθρωπη) απέναντι στους πρόσφυγες μεταξύ άλλων δήλωσε:
‘Υπάρχουν νόμοι οι οποίοι πρέπει να γίνονται σεβαστοί. Ελπίζω ότι όσοι έρχονται σύμφωνα με τους νόμους, σύμφωνα με τους όρους τους οποίους θέτει η χώρα θα είναι ευπρόσδεκτοι.’ (Μετάφραση από Το Βήμα, Αύγουστος 2002, 31)
Η Αρχιεπισκοπή ήταν λοιπόν (και εξακολουθεί να είναι) ταυτόχρονα ο πολιτικά ξένος ηγεμόνας των παροικιών και ο ιδεολογικά υποτελής ξένος των εκάστοτε Αυστραλιανών κυβερνήσεων. Κατά παράδοξο τρόπο είναι αυτή η ηγεμονική υποτέλεια ενός διπλά ξένου θεσμού που την ανάγει σε οργανικό κομμάτι και αντιπροσωπευτικό φορέα της αποικιοκρατικής νοοτροπίας και του ‘κόμπλεξ’ της φυλετικής ανωτερότητας των διαχειριστών της λευκής Αυστραλίας. Όπως τονίσαμε από ανέκαθεν οι Αγγλοσάξονες κατακτητές της πατρίδας των Ιθαγενών ήθελαν τις παροικίες των μεταναστών ιδεολογικά και ταξικά καταχτημένες και αρμονικά συνδεδεμένες με το γεγονός της κατάκτησης. Η Αρχιεπισκοπή είναι πολιτικά ο ‘εισβολέας του εισβολέα’, ο ‘αποικιοκράτης του αποικιοκράτη’, που με ζηλευτή ιστορική συνέχεια και συνέπεια διαμορφώνει τις παροικίες σύμφωνα με τις (κρυφές ή φανερές) υποδείξεις (και επιθυμίες) του κυρίαρχου Αγγλοσάξονα. Η Αρχιεπισκοπή πάντα λειτουργούσε ως ο τοποτηρητής των παραδοσιακών και ρατσιστικών κυβερνητικών απαιτήσεων για πειθαρχημένες και ευγνωμονούσες παροικίες μεταναστών. Κυνήγησε δε και τρομοκράτησε κατά κόρο τους πολιτικά προβληματισμένους συμπάροικους στους αγώνες των οποίων οφείλουμε την αξιοπρέπεια μας ως ελεύθεροι άνθρωποι.
Ε: Η τριπλή υπόσταση της Εκκλησίας ως ‘ξένο’ σώμα
Εδώ θα θέλαμε να επισημάνουμε και μιά τρίτη διάσταση στη σύνθεση του ξένου ( προς το δημοκρατικά παροικιακό ήθος) σώματος που είναι η Αρχιεπισκοπή. Η πολιτική λογική του εντός-εκτός δημιουργεί στην ελληνική Εκκλησία αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως αρχιεπισκοπικό ‘κόμπλεξ’. Από την οπτική του ηγεμονικού εισβολέα η Αρχιεπισκοπή πολιτικά φοβάται και ιδεολογικά απεχθάνεται τις παροικίες ως εν δυνάμει φορείς πολιτικής αξιοπρέπειας και οντότητας με δημοκρατικό φρόνημα και παραδόσεις αντίστασης στον αυταρχισμό της. Αυτό όμως σημαίνει ότι η εκκλησία της αγάπης δεν αγάπησε ποτέ και δεν αγαπά τις παροικίες. Απλώς τις πειθαρχεί. Το πρόβλημα που δημιουργείται εδώ είναι βαθύ γιατί η εκκλησία προβάλλει το συλλογικό σώμα της εκάστοτε ηγεσίας της ως φορέα γνήσιας αγάπης.
Η υπόσταση του ξένου σώματος λοιπόν είναι τριπλή για την Αρχιεπισκοπή: είναι ξένη προς τις παροικίες, ξένη προς την Αυστραλιανή κοινωνία, και ξένη προς το βαθύτερο νόημα της ίδιας της πίστης της. Αυτή την τριπλή υπόσταση του ξένου εκκλησιαστικού σώματος ξεσκέπαζαν με την αντίστασή τους οι παροικίες. Ένα σημαντικό μέρος της ιστορικής σημασίας των ελληνικών παροικιών της Αυστραλίας σχετίζεται με την περήφανη στάση τους απέναντι στους Αγγλοσάξονες και την Εκκλησία, αντίσταση η οποία έχει ιστορικά αποδείξει ότι είναι αδύνατον για τους πρώτους να μην είναι ρατσιστές και για την Αρχιεπισκοπή να αγαπά, να μην ηγεμονεύει, και να μην συμπεριφέρεται αποικιοκρατικά ως ο τοποτηρητής του αποικιοκράτη. Μαζί με την αντίστασή τους απέναντι στον Αγγλοσαξονικό ρατσισμό, η αντίστασή τους προς τον Αρχιεπισκοπικό ηγεμονισμό αποτελεί ένα πράγματι λαμπρό λαϊκό παράδειγμα απλών ανθρώπων υπεράσπισης της πολιτικής τους αξιοπρέπειας και αυτονομίας. Οι ιστορικές Κοινότητες θα πρέπει αυτό να το αναγνωρίζουν με περηφάνια, όχι να το κρύβουν.
Θα παραθέσουμε εδώ δύο αποσπάσματα από τον ιστορικό Μιχάλη Τσούνη, ο οποίος πριν χρόνια με ακρίβεια έξέφρασε αυτή την τριπλή υπόσταση του ξένου σώματος με τις διαπλεγμένες διαστάσεις του αυταρχισμού προς τις παροικίες και υποτέλειας προς τους Αγγλοσάξονες:
‘διαμαρτυρίες ενάντια στην ελληνική κυβέρνηση ήταν πράξεις προδοσίας, η συμμετοχή των ελλήνων μεταναστών στις πορείες της Πρωτομαγιάς και στα φεστιβάλ νεολαίας στα οποία παρηλαύνανε με ελληνικές σημαίες και εθνικές ενδυμασίες, καθώς και η συμμετοχή τους στα συνδικάτα και σε αριστερές πολιτικές κινήσεις δυσφημούσαν το καλό ελληνικό όνομα. Εξ΄ ίσου άσχημες και επικίνδυνες θεωρούνταν κριτικές και ενέργειες ενάντια στις αυστραλιανές μεταναστευτικές αρχές και ενάντια στο αυστραλιανό κατεστημένο στην ολότητά του.’
Επίσης ο Τσούνης αναφέρεται με δικαιολογημένη οργή στο
‘αδιάψευστο και τρομακτικό γεγονός της ιστορίας μας ότι σε καμιά από τις χιλιάδες εγκυκλίους που έχουν δημοσιευτεί εν ονόματι της επίσημης Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από το 1924 μέχρι το 1983 δεν γίνεται λόγος για τα οικονομικό-κοινωνικά προβλήματα των πιστών μέσα στην αυστραλέζικη καπιταλιστική κοινωνία.’
Άραγε δεν θα έπρεπε ο νέος Αρχιεπίσκοπος να ζητήσει συγχώρηση από τους χιλιάδες Έλληνες μετανάστες στους οποίους ποτέ δεν συμπαραστάθηκε η Εκκλησία σε καιρούς ιδιαίτερα σκληρούς και απάνθρωπους, αναπτύσσοντας έναν ειλικρινή λόγο κριτικής και ελέγχου των υπεύθυνων θεσμών;
Ζ: Έλλειψη αυθεντικού μεταναστευτικού λόγου
Ο πυρήνας της ιστορικής παρέμβασης λοιπόν των παροικιών (ως δημοκρατικά συγκροτημένοι ‘ξένοι’ ή μαχόμενοι πολίτες), παράλληλα με τους κοινωνικούς, πολιτικούς, και ταξικούς αγώνες, περιστρεφόταν, άμεσα ή έμμεσα, γύρω από τους πλέον κεντρικούς όρους της λευκής Αυστραλιανής αυτογνωσίας, αυτούς της πατρίδας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Τα ιδεολογικά θεμέλια της Αυστραλιανής κοινωνίας στην κυριολεξία συντρίβονται κάθε φορά που γίνεται προσπάθεια να κατανοήσουμε τη σημασία τους. Δεν είναι όμως το νοσταλγικό ερώτημα για την ‘μητέρα’ πατρίδα που χάσαμε, και για την καλή ‘μητριά’ που βρήκαμε. Είναι το ιστορικά δύσκολο ερώτημα για το εάν αυτός εδώ ο τόπος είναι, η μπορεί να γίνει, πατρίδα μας με γνώμονα την προάσπιση της πολύπλευρης κοινωνικής δικαιοσύνης.
Σήμερα μπαίνουν επί τάπητος θεμελιακά ζητήματα. Όπως τονίσαμε το θέμα των ιθαγενών είναι το πρώτο και το κυριότερο. Ποια είναι η σχέση μας απέναντί τους; Μπορούμε να διδάσκουμε τα παιδιά μας για την ελληνική σκλαβιά τεσσάρων αιώνων και για τον αγώνα μας για λευτεριά, συμμετέχοντας σιωπηρά στην κατάκτηση της γης του ιθαγενή ο οποίος αγωνίζεται δυο αιώνες τώρα για τη δική του λευτεριά; Στον βαθμό που αυτό δεν αναγνωρίζεται, όπως το έχουν αναγνωρίσει άλλοι, γιορτές όπως για παράδειγμα αυτή της 25ης Μαρτίου, στην καλύτερη περίπτωση είναι πανηγύρια εθελοτυφλίας. Τη δεκαετία του 1960 οι αγγλοαυστραλοί δεν έστελναν τα παιδιά τους σε σχολεία στα οποία φοιτούσαν πολλά μεταναστόπουλα. Σήμερα τα δικά μας παιδιά δεν στέλνουν τα παιδιά τους στα σχολεία που φοιτούν παιδιά μουσουλμάνων. Ποιός θα μιλήσει για τον εγχώριο ρατσισμό μας; Πού είναι η υποστήριξή μας προς τους μουσουλμάνους Αυστραλούς και τους ‘λαθρομετανάστες’, οι οποίοι υποφέρουν - όπως υποφέραμε και εμείς - από το ρατσισμό, στην σημερινή περίοδο σκοταδισμού και απανθρωπιάς για τη χώρα μας (την Αυστραλία); Ποιά είναι η άποψή μας για την ιστορία μας ως μετανάστες; Ποιός θα τη γράψει, και πότε θ’ αρχίσουμε να την παρουσιάζουμε στα παιδιά μας με την περηφάνια της κεκτημένης αυτογνωσίας; Πότε θ’ αγκαλιάσουμε τους δικούς μας πνευματικούς ανθρώπους που ήδη παρεμβαίνουν με αξιώσεις στον ευρύτερο κοινωνικό διάλογο για συλλογική αυτογνωσία, ως καλλιτέχνες, πανεπιστημιακοί κτλ. αλλά είναι άγνωστοι στις παροικίες; Πότε θα τιμήσουμε και θα μνημονεύσουμε τους πάροικους που σήκωσαν το ανάστημά τους ενάντια στην αδικία για να θεωρούμε εμείς τους εαυτούς μας ισότιμους πολίτες; Πότε θα βρούμε το θάρρος να συζητήσουμε κριτικά τον ιστορικό ρόλο της επίσημης Εκκλησίας, οι αντιπρόσωποι των οποίων εδώ και σχεδόν έναν αιώνα μας αντιμετωπίζουν ως αποικία ‘αμνών’ στην ξενιτιά που έχουν ανάγκη από ‘ποιμένες’, μας χειραγωγούν και μας κολακεύουν ως ‘γνήσιους’ Έλληνες και Χριστιανούς εκ του πονηρού;
Αυτά βέβαια είναι μόνο λίγα από τον ωκεανό θεμάτων που μας πολιορκούν ως οργανικό κομμάτι του Αυστραλιανού λαού, και ως ΄Ελληνες μετανάστες που στάθηκαν στα πόδια τους μόνοι, χωρίς τα δεκανίκια κανενός και παρά την έχθρα των επίσημων αρχών, για να δημιουργήσουν τη δικιά τους ιστορία.
Την ιστορική αυτή στιγμή όμως το να αναπτυχθεί ξανά ένας τέτοιος προβληματισμός είναι μιά ιδιαίτερα δύσκολη πρόκληση γιατί ζούμε πλέον την συρρίκνωση και μεθοδευμένη παρακμή της ανοιχτής, και προς τον εαυτόν της και προς την ευρύτερη κοινωνία, παροικίας. Στο δημόσιο χώρο των παροικιών δεν ενθαρρύνεται πλέον η ουσιαστική διακίνηση ιδεών για τη φυσιογνωμία μας και τη θέση μας σε αυτή τη χώρα. Στην πλειοψηφία τους σήμερα οι παροικιακοί φορείς, και ιδιαίτερα οι ιστορικές Κοινότητες της Μελβούρνης και του Σίδνεϊ, είναι ενσωματωμένοι σε μια πολυδιάστατη κατάσταση εφησυχασμού, και μεθοδικά καλλιεργημένης εσωτερικής αμνησίας. Δυστυχώς στεκόμαστε ήδη απαξιωτικά απέναντι στην πολιτική μας ιστορία ως μετανάστες και πολίτες Ελληνικής καταγωγής που προβληματίστηκαν και πρωτοστάτησαν σε μεγάλες κοινωνικές και ιδεολογικές ανακατατάξεις. Έχουμε ήδη εισέρθει σε μια πορεία συλλογικού εγκλωβισμού στην εικόνα που έχουν διαμορφώσει και προωθούν διάφορα κέντρα του γραφικού, εθνολάτρη, αρχαιολάτρη, και ‘χριστιανίζοντα’ ΄Ελληνα που ‘διαπρέπει’ στην ‘ξενιτιά’ και παρουσιάζεται ως πετυχημένος στον κυρίαρχο Αγγλοσάξονα. Σταδιακά χάνουμε την πολιτική μας αξιοπρέπεια με το να χάνουμε την ίδια την ιστορική μας μνήμη. Μέσα σε αυτό το κενό εν εξελίξει θα πρέπει να δούμε και να κατανοήσουμε την καινούργια φάση της Αρχιεπισκοπικής πολιτικής και ιδεολογικής παρέμβασης που σηματοδότησε ο ερχομός του νέου Αρχιεπισκόπου. Είναι μέσα στον ορίζοντα του μεθοδευμένου τραύματος της αμνησίας των ‘πετυχημένων΄ παροικιών, της βιολογικής πλέον υποχώρησης των συμπάροικων της ‘ηρωικής’ θα λέγαμε πρώτης γενιάς, και των ξεχασμένων ιδανικών μιας εποχής οραμάτων, που παρεμβαίνει ο Αρχιεπίσκοπος με την σιωπηρή συγκατάθεση ιστορικών Κοινοτήτων οι οποίες φαίνεται να έχουν χάσει οριστικά την πολιτική τους πυξίδα ως συλλογικοί φορείς ουσιαστικής αυτογνωσίας και αναζήτησης.
Δρ. Τούλα Νικολακοπούλου, Δρ. Γιώργος Βασιλακόπουλος
Πρόγραμμα Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Λατρόμπ.
(Θερμές ευχαριστίες στον Η. Διακολαμπριανό και τον Γ. Μιχελακάκη για τις παρατηρήσεις τους)
Μικης Θεοδωράκης
Homo Universalis
ΚΙΜΠΙ
Ελεύθερος Σκοπευτής
Μπορεί να θεωρηθεί άκομψο, περιττό κι ανεπιθύμητο λέκιασμα ένα μυριοστό κείμενο αναφοράς στον Μίκη στις οικονομικές σελίδες μιας εφημερίδας, ανάμεσα σε αναφορές για μακρο- και μικρο-, φόρους και μεγέθη, τιμές και στατιστικές, κέρδη και ζημιές, αυξήσεις και μειώσεις, πλούτο και φτώχεια. Μπορεί και να ’χει δίκιο όποιος έχει τη σχετική επιφύλαξη.
Αλλά αν είσαι καμιά εξηνταριά ετών, αν έχεις γεννηθεί στη φλογερή και ζοφερή δεκαετία του ’60, αν άρχισες να καταλαβαίνεις τον εαυτό σου στην εκρηκτική δεκαετία του ’70, αν έχεις ζήσει τη γοητεία της παράνομης ακρόασης του απαγορευμένου Μίκη από μικρά, βραχνά φορητά πικάπ και κασετόφωνα, αν έχεις ποδοκροτήσει και χειροκροτήσει στις επικές συναυλίες της μεταπολιτευτικής νομιμότητας, αν έχεις συμπορευτεί με τον sui generis κομμουνιστή, αν έχεις θυμώσει με τον πολιτικό τυχοδιώκτη των μεγάλων αλμάτων από αριστερά προς δεξιά και αντιστρόφως, αν έχεις ενοχληθεί από τα εθνικιστικά του διολισθήματα κι αν έχεις απογειωθεί με τα διεθνιστικά του αριστουργήματα, αν έχεις θαυμάσει την ιδιοφυΐα του και έχεις απορήσει με την αφέλειά του, αν έχεις χορέψει τα συρτάκια του κι έχεις δυσκολευτεί με τα συμφωνικά του, αν έχεις κλάψει με τα λυρικά του κι έχεις αναταθεί με τα επικά του, αν η αναρχική του περιδίνηση σε έχει ενθουσιάσει και σε έχει τσατίσει, αν με λίγα λόγια αυτός ο ψηλός τύπος με το βάρος του ταραγμένου αιώνα που παίρνει μαζί του είναι στοιχείο της ταυτότητάς σου, πώς μπορείς να το αποφύγεις αυτό; Απλά δεν μπορείς.
Εμείς του ’60 οι εκδρομείς κι οι λίγο παλιότεροι είχαμε να ξεπεράσουμε κι εκείνο το παράδοξο μουσικο-πολιτικό δίλημμα που προέκυψε προς το τέλος της δεκαετίας του ’70, αρχές του ’80: Μίκης ή Μάνος; Προϊόντα της ίδιας εποχής, χαρακτηρίζονταν από ανάλογης κλίμακας μουσική ιδιοφυΐα και πολιτική οξυδέρκεια. Αλλά του Μάνου το δεύτερο τάλαντο, το πολιτικό, το ανακαλύψαμε με αρκετή καθυστέρηση, όταν στο Τρίτο έβγαζε με αναρχικό σουρεαλισμό τη γλώσσα του σε κάθε όριο και φραγμό λογοκρισίας της Δεξιάς και του καθωσπρέπει καραμανλισμού. Τότε ακριβώς από το τρομερό δίλημμα μας έβγαλε ο ίδιος ο Μάνος, όταν ανέθεσε στον Μίκη να απαγγείλει-τραγουδήσει την «Ελλαδογραφία» του Γκάτσου, από τα περίφημα «Παράλογά» του. Κι έτσι ο Μάνος, με τη μεγαλειώδη ταπεινότητα που τον διέκρινε, ανακήρυξε τον Μίκη «καθολικό Ελληνα» του 20ού αιώνα, παγκόσμιο μπραντ νέιμ της χώρας και της ταραγμένης Ιστορίας της από τον Μεσοπόλεμο και εντεύθεν: «Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι; / Πότε θα ’ρθούνε καινούργιοι ανθρώποι / να συνοδεύσουνε τη βλακεία / στην τελευταία της κατοικία;».
Ο Μίκης ήταν ένας από εκείνους τους καινούργιους ανθρώπους που θα μπορούσαν να έχουν θάψει τη βλακεία, μαζί με την απανθρωπιά, τη σκληρότητα, την εκμετάλλευση, την ανισότητα, την εξαθλίωση, τη φτώχεια, την αμορφωσιά, τον φασισμό, τον αυταρχισμό, τον σκοταδισμό, τη σκλαβιά, την εθελοδουλία, την ανελευθερία, τη λογοκρισία, τη φίμωση, την καταπίεση, τη στρατοκρατία, την αστυνομοκρατία, τον διχασμό, την πολεμοκαπηλία, την πατριδοκαπηλία, την προδοσία, το ψέμα, την ασχήμια. Ήταν στον αφρό μιας γενιάς καινούργιων ανθρώπων που έγιναν πρόθυμα παρανάλωμα της Ιστορίας, στην τρομακτική αναμέτρηση των ονείρων με τους εφιάλτες του 20ού αιώνα. Δυστυχώς, οι δεύτεροι επικράτησαν συντριπτικά και στις δύο πλευρές της σύγκρουσης.
Κανείς δεν ξέρει ποια διασταύρωση φύσης και βούλησης, τύχης και αναγκαιότητας δίνει σε κάποιους ανθρώπους το ιστορικό προβάδισμα που ξεπερνά τις δεξιότητες και αδεξιότητές τους, τις καλές ή κακές προθέσεις τους, τις μικρότητες και τα μεγαλεία τους, τις κακότητες και τις αγαθότητές τους, τις επιτυχίες και τα λάθη τους, τα αριστουργήματα και τα ανοσιουργήματά τους, τις αλήθειες και τα ψεύδη τους, τα φωτεινά και μελανά ίχνη τους κι όλες τις ενδιάμεσες διαβαθμίσεις της πραγματικότητας, που ποτέ δεν είναι μαύρο - άσπρο. Πάντως, συμβαίνει. Κι αφού η κρησάρα της συλλογικής μνήμης φιλτράρει καλά γεγονότα και κουτσομπολιά, τεκμήρια και αστικούς μύθους, βγάζει στον αφρό τον ρόλο της προσωπικότητας στην Ιστορία, που δεν καταργεί την πάλη των τάξεων, των γενεών, των εθνών, των συστημάτων και των πολιτισμών, αλλά συντονίζεται μ’ αυτήν και αποδίδει μια συνεκδοχή: ο αιώνας του Μίκη ή εποχή Μίκη. Δεν έχει σημασία αν στην επόμενη γενιά αυτή η συνεκδοχή της Ιστορίας μπορεί και να χαθεί. Τώρα, πάντως, κυριαρχεί, όπως προδίδει η καταιγίδα κοινοτοπιών και κλισέ με τα οποία ραίνουν τον τάφο του Μίκη οι πάντες.
Αν κι είναι μάλλον ακατόρθωτο να πεις κάτι που να ξεχωρίζει από τον χείμαρρο της κοινοτοπίας, η ταπεινότητά μου θα απέδιδε στον μεγάλο απόντα το χαρακτηριστικό που έπειτα από πέντε αιώνες επιβίωσης η σκληρή, νεοφιλελεύθερη εποχή εξαφανίζει βίαια: ο Μίκης είναι ένας από τους τελευταίους «Οικουμενικούς Ανθρώπους», μια ασθμαίνουσα, ετεροχρονισμένη ενσάρκωση του αναγεννησιακού Hominis Universalis (ονομαστική: Homo Universalis) που πάει κόντρα στον απόλυτο καταμερισμό εργασίας, αναιρεί τον κατακερματισμό του ανθρώπου και των ικανοτήτων του, υπερβαίνει τις διαιρέσεις της ανθρωπότητας και πασχίζει να αποκαταστήσει τη φυσική συνοχή κι ενότητά της. Μουσική και πολιτική, συγγραφή και οικονομία, τέχνη και κοινωνία, λόγος και έργο, σκέψη και δράση, θεωρία και πράξη, πατριωτισμός και διεθνισμός, σύγκρουση και συμφιλίωση, παράδοση και πρωτοπορία, αντίθεση και σύνθεση, καινοτομία και λαϊκότητα, ατομικότητα και συλλογικότητα, μια ακατάπαυστη κίνηση από το ένα στο άλλο. Οι άνθρωποι που καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα σύνορα ανάμεσα σ’ αυτές τις κατηγορίες γίνονται μια προβολή ενός λαμπερού ανθρώπινου μέλλοντος. Και υποθέτω ότι αυτό εννοούσε ο Μίκης κρατώντας από τα «Μεγάλα Μεγέθη» της ζωής του την επιθυμία «να φύγει σαν κομμουνιστής». Το είχε ξαναγράψει άλλωστε ο ίδιος, το 1968, οδυνηρά και αυτοσαρκαστικά: «Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά. / Πρέπει να γίνεις, πρέπει να κλάψεις. / Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος. / Η εκπόρθηση να φτάσει ως τις ρίζες των βουνών».